- Ἄλεξι
- Ἄλεξιςfem voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλεξι- — Γλωσσ. α συνθετικό ονομάτων τής Αρχαίας και τής Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με το ρ. ἀλέξω «προστατεύω, αποκρούω, υπερασπίζω», ανήκει δε στην κατηγορία τών αρχαίων συνθέτων με ρηματικό α συνθετικό σε (σ)ι… … Dictionary of Greek
ἄλεξι — ἄλεξις warding off pain fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλεξίνου — Ἀλεξί̱νου , Ἀλεξῖνος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλεξίνῳ — Ἀλεξί̱νῳ , Ἀλεξῖνος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλέξω — ἀλέξω (και σπάνια ἀλέκω) (Α) Ι ενεργ. 1. απομακρύνω, αποτρέπω, αποσοβώ 2. βοηθώ, υπερασπίζω 3. προσφέρω βοήθεια ΙΙ μέσ. 1. υπερασπίζω τον εαυτό μου, αμύνομαι 2. ανταμείβω, ανταποδίδω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρήμα ἀλέξω συνδέεται ετυμολογικά με τη δισύλλαβη… … Dictionary of Greek
αλεξάνεμος — ἀλεξάνεμος, ον (Α) ο ἀλεξήνεμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλεξι* (< ἀλέξω) + ἄνεμος, με σίγηση τού ι . ΠΑΡ. αρχ. ἀλεξανεμία] … Dictionary of Greek
αλεξίβροχος — η, ο 1. αυτός που προφυλάσσει από τη βροχή, που δεν τόν διαπερνά η βροχή, ο αδιάβροχος 2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) το αλεξίβροχο το αλεξιβρόχιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεξι * (< ἀλέξω) + βροχή] … Dictionary of Greek
αλεξίκακος — Προσωνύμιο θεών, για τους οποίους οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι απομάκρυναν κάθε κακό. Α. ήταν ο Απόλλων, ο Δίας και ο Ερμής, καθώς και ο ημίθεος ήρωας Ηρακλής. * * * ἀλεξίκακος, ον (AM) 1. αυτός που αποκρούει το κακό ή τη συμφορά 2. αρωγός,… … Dictionary of Greek
αλεξίκροτος — η, ο ο αλεξιθόρυβος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεξι * (< ἀλέξω) + κρότος] … Dictionary of Greek
αλεξίλογος — ἀλεξίλογος, ον (AM) 1. αυτός που βοηθά τον λόγο, που ευκολύνει την ομιλία 2. κατά τον Ευστάθιο, αυτός που εμποδίζει κάποιον να λέει πολλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλεξι * (< ἀλέξω) + λύπη] … Dictionary of Greek